Κατηγορίες
δήλωση Άρνησης Στράτευσης ελλάδα φίλοι/ες

Θανάσης Τριαρήδης – για μετεκπαίδευση

Προς το Πρώτο Στρατολογικό Γραφείο Θεσσαλονίκης
Προς την 12η Μονάδα Επιστρατεύσεως
Προς το Γενικό Επιτελείο Στρατού
Προς κάθε έννομη Αρχή που εκπροσωπεί τον ελληνικό στρατό

[…]

Περνάει, περνάει ο στρατός

της πατρίδας φρουρός

και οι ποιητές γράφουν

για αρχαίο αίμα που ζητάει εκδίκηση,

για αίμα μιαρών που ποτίζει το αθώο χορτάρι,

για καθαρό αίμα που δεν μπασταρδεύει.

Κατόπιν ονομάζονται οι βόμβες,

μικρό αγόρι, γλυκό κορίτσι, θυμωμένο μωρό –

και τα αεροπλάνα απογειώνονται.

Περνάει, περνάει ο στρατός των δολοφόνων,

του φόβου και του τρόμου μας

ο πιστός υπηρέτης.

Στο πέρασμά του σφάζει τους φτωχούς,

τα βρέφη που όταν μεγαλώσουν

θα είναι εχθροί μας –

κι έτσι προς τη δόξα περπατεί.

(Θανάσης Τριαρίδης, Η αληθινή ιστορία της Αΐντας και του Ρανταμές, Κεφάλαιο 8, «Marcia», 2005)

[…]

«Αχ, καψεροί απεσταλμένοι,

σκλάβοι κι εσείς, σκλάβοι κι εμείς,

ζούμε για πάντα στη σκιά

και στη σκιά πεθαίνουμε,

πειθόμενοι από τα ρήματα των άλλων,

πειθόμενοι απ’ τα κομμένα τα κεφάλια,

απ’ τα παλουκωμένα τα κορμιά των φτωχών,

απ’ τα λειψά μωρά που τα πετούμε στον γκρεμό,

από τα παραμύθια με την πεινασμένη αλεπού

και τον ξεκοιλιασμένο που δεν είπε κιχ.

Αφήστε τον λοιπόν στην άκρη του τον ήλιο –

εμείς μήτε τον είδαμε μήτε και θα τον δούμε·

θα τον σκεπάζουν πάντοτε τα Λόγια των Προγόνων,

οι Νόμοι του Κράτους, ο Παντοκράτορας Θεός,

το Εθνικό Συμφέρον, της Πατρίδας η Άγια Σημαία,

τα βέλη του Μεγάλου Βασιλιά σας.

Κι έτσι θα λιώνουμε και θα χανόμαστε –

σκιαγμένοι μέχρι τέλους».

(Θανάσης Τριαρίδης, Ich bebe * όταν οι αμαξάδες μαστιγώνουν τ’ άλογα, Κεφάλαιο 11, «Η απάντηση του Σπαρτιάτη», 2007)

Στα χρόνια 1994-1995 (Ιούλιος 1994 – Οκτώβριος 1995) υπηρέτησα την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, την οποία μού επέβαλε, σε αντίθεση με κάθε ανθρώπινη ηθική τάξη, το ελληνικό κράτος. Βρέθηκα στο στρατό ξηράς (αρ. στρατιωτικού μητρώου: 132/000047/91) με την ειδικότητα του «πολυβολητή» και, μετά τη βασική μου εκπαίδευση, υπηρέτησα σε μηχανοκίνητο τάγμα πεζικού (625 ΜΤΠ) και σε παραμεθόριο τάγμα προκάλυψης (515 ΤΠ). Υπηρέτησα το σύνολο της θητείας μου στην παραμεθόριο περιοχή (Θράκη): λόγω ειδικότητας, υποχρεώθηκα σε 35 συνολικά βολές με όπλα διαφόρων ειδών, 12 ασκήσεις, σε 3 παρελάσεις, σε αναρίθμητες ένοπλες σκοπιές, σε συνεχή εκπαίδευση σε όπλα και πρακτικές πολέμου, σε καθημερινές αγγαρείες. Σε όλη αυτή τη διαδικασία απανθρωπιάς και απανθρωποποίησης (που αναμφίβολα δεν ήταν διόλου επαχθέστερη από όσα περνούσε ο μέσος συστρατιώτης μου), δυστυχώς δεν αντέδρασα, δεν διαμαρτυρήθηκα, δεν έκανα την παραμικρή προσπάθεια διαφοροποίησης. Οι αιτίες για τη θλιβερή μου υποταγή μάλλον προφανείς: από τη μια η προφανής δειλία να αντιμετωπίσω τις συνέπειες της όποιας αντίδρασης, από την άλλη η ακαθόριστη αίσθηση πως τούτη η απανθρωπιά είναι μονόδρομος για τη ζωή μου. Για τους ίδιους λόγους, στα χρόνια που ακολούθησαν την «απόλυσή» μου και μέχρι το 2003 λάμβανα εξίσου αδιαμαρτύρητα τα «Ειδικά Φύλλα Πορείας Εφέδρου» (το πού ήμουν υποχρεωμένος να παρουσιαστώ σε περίπτωση επιστράτευσης») δίχως να αντιδρώ (αντιθέτως, με βαθμιαία μεγαλύτερη αποστροφή είναι η αλήθεια, έστελνα πειθήνια πίσω υπογεγραμμένα τα δελτία πιστοποίησης παραλαβής… )

Μετά την «απόλυσή» μου, η ζωή μου συνεχίστηκε: πήρα το πτυχίο της νομικής, έγινα δικηγόρος, έκανα οικογένεια και παιδιά, συμμετείχα σε διάφορες δράσεις και δραστηριότητες. Επίσης ασχολήθηκα ευρέως με τη συγγραφή: την τελευταία 12ετία γράφω βιβλία (μέχρι σήμερα 28 στον αριθμό – τα οποία μπορεί κανείς να διαβάσει στην ιστοσελίδα μου, μαζί επίσης με όλες τις κριτικές που έχουν γραφτεί σε αυτά: https://triaridis.gr/): μυθιστορήματα, αφηγήσεις, δοκίμια, πολιτικά κείμενα, άρθρα.

Στις 4 Αυγούστου του 2009 μου κοινοποιήθηκε από το Γενικό Επιτελείο Στρατού Φύλλο Ατομικής Προσκλήσεως Εφέδρου για την 6η Σεπτεμβρίου του 2009 για «Ενημερωτική επίσκεψη μίας ημέρας» στην 12η Μονάδα Επιστρατεύσεως στο Στρατόπεδο Καμπάνη στο Κιλκίς. Πρόκειται ουσιαστικά για τρίωρη «περιήγηση» στους χώρους του στρατοπέδου. Ωστόσο σε αυτήν την «ενημερωτική επίσκεψη» –και σε καμία άλλη πρόσκλησή σας βέβαια– δεν θα παρουσιαστώ: εδώ και τουλάχιστον πέντε χρόνια θεωρώ το στρατό θεσμό θανάτου, μηχανισμό μίσους και φόνου, και η συνείδησή μου δεν μου επιτρέπει να κρατήσω κανένα όπλο, να φορέσω οποιαδήποτε στολή, να περιηγηθώ σε oποιοδήποτε στρατόπεδο (lager) και να νομιμοποιήσω οποιονδήποτε στρατοπεδικό κόσμο, να αποδεχτώ οποιονδήποτε θεσμό μίσους ή συναινέσω σε οποιαδήποτε τελετουργία του, να μισήσω έστω και συμβολικά οποιονδήποτε άνθρωπο. Και, επειδή γνωρίζω τον «νόμο» σας, τον οποίο θεωρώ αντισυνταγματικό και παράνομο, θα ήταν αληθινή τιμή για μένα να διωχθώ για τούτη την άρνησή μου – θα ήταν αληθινή τιμή να καθήσω σε οποιοδήποτε εδώλιό σας για αυτό το τρίωρο, πού ωστόσο μπορεί να βαραίνει όσο η ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Τη διαδρομή μου προς αυτή την απόφαση θα επιχειρήσω να περιγράψω στις γραμμές που ακολουθούν.

***

[…]

Αχ τζίτζικα, αχ τζίτζικα,

δεν πας καλά – εμείς για το καλό σου σου μιλάμε.

Έλα να βάλεις το χέρι σου στο Ευαγγέλιο,

έλα να φορέσεις στολή,

να γίνεις στρατιώτης, αστυνόμος, αγροφύλακας,

εργάτης, διάκονος, θυρωρός.

Μπορεί να φτάσεις μέχρι και στρατηγός,

μέχρι εργοδηγός, μέχρι δεσπότης –

κυρίως όμως, όταν θα έρθει ο χιονιάς,

θα είσαι μ έ σ α στα τείχη,

διότι, ως γνωστόν, των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν

και ει τις ου θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω –

τα γράφουν και τα ιερά βιβλία.

(Θανάσης Τριαρίδης, Ich bebe * όταν οι αμαξάδες μαστιγώνουν τ’ άλογα, κεφάλαιο 20, «Ο τζίτζικας πεθαίνει», 2007)

Όταν το 1994 παρουσιάστηκα να υπηρετήσω το στρατό σας (λέω: το στρατό σας – ακριβώς γιατί πλέον δεν είναι δικός μου), τον λογάριαζα απλώς ως έναν υπανάπτυκτα βάρβαρο κοινωνικό θεσμό που, κατά κάποιο τρόπο, αντικρίζεται στη γενικότερη βαρβαρότητα του κόσμου (πιθανώς αυτή η σκέψη να ήταν κι ένα υποσυνείδητο άλλοθι στη δειλία μου να αρνηθώ την στράτευση). Ζώντας επί δεκαπέντε μήνες τη θητεία ενός στρατιώτη που υπηρέτησε εξ ολοκλήρου στα «σύνορα» (εσωτερικά και εξωτερικά), και ο οποίος, ως πολυβολητής, εκπαιδεύτηκε στα όπλα του θανάτου, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο στρατός δεν είναι ένας μοιραίος αντικατοπτρισμός της ανθρώπινης βαρβαρότητας και κτηνωδίας αλλά ένας γενεσιουργός και αναπαραγωγικός μηχανισμός της. Σταδιακά άρχισα να προσπαθώ να εξισορροπήσω ανάμεσα στη συνείδηση και την πραγματικότητα, να βάλω σε μια τάξη μέσα μου την εκπαίδευση του τρόμου, να κάνω μνήμη αυτό που έζησα ως τρόμο, ως (υποψήφιος άρα και παροντικός) δολοφόνος, ως όργανο κατοχής ανθρώπων, ως ένστολος ίσκιος του εαυτού μου. Σε ένα άρθρο μου του 2004 με τίτλο «Η άρνηση του θανάτου» (Μακεδονία της Κυριακής, 19.9.2004), το οποίο συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο μου Σημειώσεις για το τρεμαμενο σώμα, εκδόσεις τυπωθήτω, 2006, και αναπαράχθηκε ευρύτατα στο Διαδίκτυο (https://www.triaridis.gr/keimena/keimD017.htm), έγραψα τα ακόλουθα παλεύοντας εντέλει να συνοψίσω την ντροπή μου:

«Στο νου μου έχω εκείνη τη σκιά στον τοίχο της Χιροσίμα – τη σκιά που κάποτε ήταν ένας άνθρωπος. Σκέφτομαι πως ετούτη η σκιά είναι –­­­­αλίμονο– έργο ανθρώπινο` σκέφτομαι πως κάθε τέτοιος θανατερός όλεθρος προϋποθέτει έναν θεσμό θανάτου, έναν στρατό που να τον λατρεύει, που να θρέφεται από αυτόν. Μα τι είναι ο στρατός; Η υπαγωγή του ανθρώπου σε έναν μηχανισμό εξόντωσης της ζωής – μια εκπαίδευση σε φονικά όπλα, σε ήθη μίσους, σε δεδομένα φόβου. Αλλιώς: η εκμάθηση του τελετουργικού φόνου, η προσχώρηση του ανθρώπου στην απανθρωπιά. Φυσικά συνοδεύεται από όλα τις ιδεολογικές κατασκευές των εξουσιών: Έθνος, Θρησκεία, Προαίωνιος Εχθρός, Εθνική Άμυνα, Ζωτικός Χώρος. Όποιος δεν πείθεται από όλα αυτά τα ψέματα, όποιος αρνείται να πολεμήσει τη ζωή, είναι είτε δειλός, είτε προδότης. Πάντοτε ένας Μπαμπούλας που «θα έρθει να σκοτώσει και να βιάσει τις μανάδες και τις γυναίκες μας» είναι το όργανο της απαραίτητης χειραγώγησης. Και ελάχιστοι σκέφτονται πως ο Μπαμπούλας δεν είναι τίποτε άλλο από έναν άλλον στρατό εκπαιδευμένο στο μίσος και στο θάνατο παρόμοια με τον δικό μας. Ελάχιστοι σκέφτονται πως όλα τα ολοκαυτώματα της ιστορίας τα έκαμαν υπάκουοι και καλοεκπαιδευμένοι στρατιώτες: τέτοιοι φόρτωσαν τα τρένα για το Άουσβιτς, τέτοιοι ρίξανε τη βόμβα στη Χιροσίμα.

»Δυστυχώς όλα αυτά τα γράφω εκ του ασφαλούς. Η σύμπτωση των λόγων με την πράξη είναι το μέγα ζητούμενο της ηθικής φιλοσοφίας από τον καιρό του πλατωνικού Κρίτωνα (εκεί όπου η θεωρία αναμετριέται με τη δυνατότητα της πράξης). Κι εγώ στην πράξη στάθηκα δειλός: όταν έφτασα στα είκοσι τέσσερα, αντί να αρνηθώ το θεσμό του θανάτου πληρώνοντας το τίμημα της απόφασής μου, υπηρέτησα ένοπλα τη στρατιωτική μου θητεία δίχως την παραμικρή διαμαρτυρία ή αντίσταση. Ο λόγος ετούτης της θλιβερής υποταγής: ο φόβος να βγει κανείς από το σκλαβωμένο κοπάδι, από τη βολική πεπατημένη της ανελευθερίας, η συνειδητή και ασυνείδητη αποδοχή διαφόρων φασιστικών στρεβλώσεων περί ανδροπρέπειας, καθήκοντος, λεβεντιάς και φιλότιμου, ο εαυτούλικος τρόμος για τις συνέπειες – όλα μαζί. Πολύ σύντομα έγινα πολυβολητής σε όπλα που ρίχνουν εξακόσιες σφαίρες το λεπτό, εκπαιδεύτηκα σε προσομοιώσεις θανάτου, έκανα δεκάδες βολές πάνω σε χάρτινους στόχους που είχαν πάνω τους ζωγραφισμένους ανθρώπους, αποδέχτηκα τη βία και την απειλή ως μέθοδο επιβίωσης. Πλέον είμαι ένας ακόμη άνθρωπος με συνείδηση υπό αναστολή – ένας ακόμη τροχός της θανατηφόρας μηχανής: το επίσημο κράτος με ενθάρρυνε, η επίσημη θρησκεία με επικρότησε, η χειραγωγημένη κοινωνία με λογάριασε για αξιοσέβαστο μέλος της […]».

Στο ίδιο κείμενο καταγράφω και μια διαφορετική στάση – τη μόνη μου ελπίδα για το μέλλον:

«Ευτυχώς υπάρχουν κάποιοι άλλοι, κάποιοι που κολυμπάν ανάποδα στα ποτάμια – και οι εμπειρότεροι λένε πως αυτοί είναι που κουβαλάν, με θυσίες και τίμημα, τη σπορά ενός καλύτερου κόσμου. Από τον καιρό του Αρχίλοχου και του Αριστοφάνη μέχρι τους αναρχικούς φιλοσόφους του 19ου αιώνα και τα αντιπολεμικά κινήματα του 20ού διανήθηκε ένας αργός όσο και κρίσιμος δρόμος. Το κίνημα των ανθρώπων που αρνήθηκαν να εκπαιδευτούν στο θάνατο και να τον υπηρετήσουν, γεννημένο μαζί με οράματα κοινωνικών ουτοπιών, βρίσκει σήμερα, στον κόσμο ολόκληρο αλλά και στην Ελλάδα, την έκφρασή του μέσα από τους Αντιρρησίες Συνείδησης. Δηλαδή: μέσα από ανθρώπους που φυλακίζονται, κυνηγιούνται, καταδιώκονται, υβρίζονται και λοιδορούνται επειδή αποφάσισαν να μην υπηρετήσουν τη θεσμοθετημένη βία, τη λογική που βλέπει τον Άλλο ως εχθρό, την απαξίωση της ζωής. Είναι άνθρωποι σαν κι εμάς – με οικογένειες, καθημερινές αγωνίες και ανάγκες, όνειρα και επιθυμίες […] (τα ονόματά τους θα παραμείνουν άγνωστα στις υπερήφανες πλειοψηφίες). Μα αυτοί, οι άνθρωποι σαν κι εμάς, βρήκαν τη δύναμη να αντιστοιχίσουν πνευματικές αξίες σε υλικές ανάγκες – και να επιλέξουν (προσοχή στο ρήμα: να επιλέξουν) τις πρώτες.

»Ας μιλήσουμε στα παιδιά μας για όλους αυτούς. Για το δικό τους θάρρος, για τη δική μας υποταγή».

Έκτοτε, σε τουλάχιστον 5 δημοσιευμένα βιβλία μου (Η αληθινή ιστορία της Αΐντας και του Ρανταμές, 2005, τα μελένια λεμόνια, 2005, Σημειώσεις για το τρεμάμενο σώμα, 2006, Ich bebe – όταν οι αμαξάδες μαστιγώνουν τ’ άλογα, 2007, Το κόψε-κόψε, 2008) και σε τουλάχιστον 60 δοκίμια, κείμενα και άρθρα, καταγράφω τη θέση μου: οι θρησκείες και τα έθνη είναι μηχανές τρόμου, φόνου και ρατσισμού και η βία, ο εθνικισμός, ο μιλιταρισμός εκφράζονται με θεσμούς του θανάτου που σκλαβώνουν τους ανθρώπους, καθώς τούς διδάσκουν σε όλους τούς τόνους πως οι ντούμπες με τα ανθρώπινα πτώματα είναι προϋπόθεση μιας τάχα επικείμενης «αγάπης». Ανάμεσα σε αυτούς τους θεσμούς του θανάτου ο στρατός έχει κεντρική θέση:

[…]

Τώρα πες ήμαρτον, βρομερέ τζίτζικα, πες ήμαρτον

που χαιρόσουνα τη μέρα και τη νύχτα,

τις μυρουδιές του ανέμου, τη σάρκα των γυναικών,

πες ήμαρτον που δεν φορούσες της πατρίδος τη στολή,

τη φόρμα του εργάτη, ήμαρτον που δεν κοινωνούσες

το σώμα και το αίμα του Θεού μας,

ήμαρτον που δεν ξυπνούσες με την πρωινή σειρήνα,

ήμαρτον που δεν κοιμόσουν με το σιωπητήριο,

πες ήμαρτον και ψ ό φ α, ψ ό φ α μέσα στο κρύο,

για να σε δουν από τα τείχη οι δούλοι και να πούνε

τα ’θελε και τα ’παθε, Δικαιοσύνη, μέγας είσαι Κύριε,

και τα παρόμοια.

(Θανάσης Τριαρίδης, Ich bebe * όταν οι αμαξάδες μαστιγώνουν τ’ άλογα, Κεφάλαιο 20, «Ο τζίτζικας πεθαίνει», 2007)

Μάλιστα στο πλέον πρόσφατο από τα δημοσιευμένα βιβλία μου, το Κόψε-κόψε ή όταν οι γκοτζίλες εξανθρωπίζονται, στο οπισθόφιλο βάζω τη φωτογραφία μου ενώ κάνω παρέλαση (στην οποία εσείς με υποχρεώσατε) τον Μάρτιο του 1995, στην Ξάνθη. Σε αυτή τη φωτογραφία γράφω ως σχόλιο τα ακόλουθα: Ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου τον Μάρτιο του 1995, στην πόλη Ξάνθη, κάνοντας παρέλαση ως δολοφόνος στο όνομα της ατέλειωτης μεγάλης σφαγής. Η συγκεκριμένη πρόταση εκφράζει καλύτερα από κάθε άλλη τα όσα νιώθω και τα όσα σκέφτομαι.

Κρίνοντας το βιβλίο αυτό, ο καθηγητής λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Δημήτρης Παπανικολάου έγραψε στα Νέα της 23.5.2009:

Στο τελευταίο βιβλίο του ο Θεσσαλονικιός Θανάσης Τριαρίδης προσπαθεί να κάνει το αδιανόητο. Να πει απ’ την ανάποδη τον Εθνικό μας Ύμνο – και μαζί όλες εκείνες τις «ιερές» αφηγήσεις ανδρείας, υπέρβασης, απελευθέρωσης, επιβολής και νίκης, βάσει των οποίων «οι λαοί» διακρίνουν δίκαιο κι άδικο, καλούς και κακούς, «ιστορία» και «παραχάραξη». Στόχος του είναι να υπογραμμίσει όσα όλες αυτές οι αφηγήσεις έχουν φτιαχτεί για να λειαίνουν, να εξισορροπούν, να δικαιολογούν: τη βία, την αδικία, τον θάνατο και τη σφαγή (των άλλων), στη βάση των οποίων προχωράει (και, βεβαίως, γράφεται) η Ιστορία. […]

[…] Το κόψε-κόψε έχει ενδιαφέρον γιατί εκτός των άλλων μιμείται τον πεζά χρησιμοθηρικό τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούν οι πολιτικοί τούς κάθε λογής εθνικούς ύμνους. Συνήθως ο φονταμενταλιστής πολιτικός, όπως είδαμε και πρόσφατα, πιάνει το εθνοκείμενο και κολλάει στο γράμμα του· δι΄ αυτού ζητά να δικαιώσει το εθνικό παρελθόν και να επιβεβαιώσει το κοινωνικό status quo. Ο προοδευτικός, πάλι, αναζητεί το πνεύμα του εθνοκειμένου, το βλέπει σαν κείμενο ανοιχτό, ορμητικό, δύναμη κινητήρια για πορεία προς το μέλλον. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος θα μπορούσαν ποτέ να τολμήσουν αυτό που φαίνεται να ψιθυρίζει εδώ ο Τριαρίδης: όταν μιλάμε για εθνικούς ύμνους, μιλάμε για τη δική μας συναίνεση και υποταγή στην κάθε βία που καμώνεται την ανάγκη. Μιλάμε για ύμνους εθνικούς· όμως μιλάμε για ψέματα. […]

[…] Ο Τριαρίδης είναι ένας οργανικός διανοούμενος που γράφει πυρετικά και στρατευμένα – ενάντια σε κάθε μορφή ουσιοκρατικής σκέψης, ενάντια στον σύγχρονο εθνικισμό, τον ρατσισμό και την ετεροφοβία. Η κριτική του στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα είναι από τις πιο γενναίες αυτή τη στιγμή στον ελληνικό δημόσιο λόγο. Τα τελευταία χρόνια δημοσιεύει τα χειμαρρώδη κείμενά του, κριτική, ποίηση και πεζό, πρώτα στο Ίντερνετ (www. triaridis.gr) και μετά σε έντυπες εκδόσεις. Στόχος του είναι να προκαλέσει, να τραβήξει το χαλί κάτω απ΄ τα πόδια, να υπονομεύσει τις σιγουριές μας. Τα τελευταία του «ποιητικά» έργα φαίνεται μάλιστα να κατακτούν ένα πολύ χαρακτηριστικό ύφος: παλίμψηστα κειμένων του κανόνα και κοινόχρηστων ιδεών, με λόγο καθημερινό σε φόρμες περίπλοκες (και επίτηδες ατελείς), προσφέρουν αφηγήσεις που σαρκάζουν το υλικό τους και μαζί και τη σαθρότητα της «κοινής» λογικής, της κοινής λογοτεχνικής αισθητικής και της σύγχρονης πολιτικής κουλτούρας. Την ίδια στιγμή όμως υποβάλλουν μια συγκινητική, σχεδόν ρομαντική, πίστη στη δυνατότητα του κριτικού λόγου (και άρα και της προοδευτικής πολιτικής) όχι μόνο να απομαγεύσει αλλά και να αναμαγεύσει τον κόσμο.

Δεν έχω φυσικά την απαίτηση οι στρατολόγοι σας να διάβαζαν λογοτεχνία και δοκίμια – ή και εφημερίδες. Ωστόσο τώρα (και γι’ αυτό παραθέτω ενδεικτικά αποσπάσματα από τα βιβλία μου) ελπίζω να καταλαβαίνετε ποιον καλείτε να «επισκεφτεί» το στρατόπεδό σας, και πόσο εσφαλμένα με λογαριάζετε μέρος του συντεταγμένου τρόμου σας. Το βέβαιο είναι πως θα ήμουν απερίγραπτα ανακόλουθος αν μετά από αυτή τη συνειδησιακή και πνευματική διαδρομή και μετά από όλα ετούτα τα δημοσιευμένα βιβλία και κείμενα αποδεχόμουνα οποιαδήποτε πρόσκλησή σας, αν φορούσα οποιαδήποτε στολή σας (και οποιαδήποτε στολή εν γένει), αν έπιανα ξανά στα χέρια μου (ή έβαζα στη γλώσσα μου) οποιοδήποτε όπλο οδηγεί στον βιολογικό ή συμβολικό θάνατο τον οποίο στοχοθετείτε ως «ιερό σκοπό» σας.

Πλέον θεωρώ το στρατό (κάθε στρατό υπό οποιαδήποτε σημαία, παντιέρα, φαντασιακή φενάκη, πίστη ή ιδεολογία) έναν μηχανισμό πραγμάτωσης του φόνου, εκπαίδευσης στις τελετουργίες του μίσους, μια διαχρονική δοξολογία του τρόμου. Θεωρώ πως ο στρατός (κάθε στρατός) είναι ένας μηχανισμός αποπροσωποποίησης του ανθρώπου, υπαγωγής του σε μια αγέλη όπου ο ρόλος του θύματος και του θύτη αλληλοχωνεύονται, και οι ανθρώπινες προσωπικότητες βουλιάζουν στο μάγμα του ανατροφοδοτούμενου κοινωνικού εκφασισμού. Θεωρώ πως ο στρατός (κάθε στρατός) είναι βαθιά απάνθρωπος – και πως η συμμετοχή σε αυτόν είναι ένα έγκλημα ενάντια στην ανθρωπότητα, ενάντια στους ανθρώπους που γεννιούνται, ερωτεύονται, αγωνίζονται για την αγάπη, δημιουργούν και διεκδικούν αξιοπρέπεια στη ζωή τους. Σε αυτό το έγκλημα, στο οποίο συμμετείχα πειθήνια στα χρόνια 1994-1995, μη με λογαριάζετε πια δικό σας.

Στα χρόνια που ακολούθησαν από το 1995 είδα, ανάμεσα στα άλλα, με τα μάτια μου δυο παιδιά να γεννιούνται από την κοιλιά μιας γυναίκας. Σε τούτη την απερίγραπτη (: κι εντέλει αδιανόητη) ώση της ζωής και στον τρόπο που καταστάλαξε μέσα μου βρήκα μια μεταπολιτική απάντηση στο αδιέξοδο της όποιας πίστης και της όποιας στράτευσης: πλέον πιστεύω μονάχα στο τρεμάμενο ανθρώπινο σώμα. Οτιδήποτε γεννάει, μεγαλώνει, θρέφει, βοηθάει, αγαπάει, θεραπεύει, σέβεται, λατρεύει αυτό το τρεμάμενο ανθρώπινο σώμα είναι πια η μόνη αξία μου, η μόνη πυξίδα της ζωής μου. Οτιδήποτε βιάζει, καταστρέφει, αφανίζει, σκλαβώνει, χειραγωγεί, σκοτώνει το τρεμάμενο ανθρώπινο σώμα είναι κομμάτι του κόσμου που αγωνίζομαι να αφήσω μακριά μου. Αυτός είναι ο λόγος που ο στρατός σας, και όσα κουβαλάει μέσα του, είναι πλέον για μένα ένα διανοητικό και πραγματικό lager στο οποίο δεν ανήκω, δεν στρέχω, δεν συναινώ, δεν υπάγομαι – ένας κόσμος τον οποίο δεν αναγνωρίζω ως κόσμο μου.

Για όλους αυτούς τους λόγους σας δηλώνω πως δεν θα παρουσιαστώ στην τρίωρη «επίσκεψη» που με καλείτε, πως δεν θα ξαναϋπηρετήσω τον συλλογικό παραλογισμό της επιβολής και της ισχύος, τον εθνικισμό, τον μιλιταρισμό και τη βία, πως δεν θα δηλώσω παρών σε μια ακόμη τελετουργία του θεσμοθετημένου φόνου στον οποίο με εκπαιδεύσατε. Νομίζω πως σας εξήγησα τη σκέψη μου με επάρκεια. Ο θάνατος που κραδαίνετε, ο τρόμος στον οποίο με εκπαιδεύσατε, η απανθρωπιά των συνθηματικών σας, εντέλει σαρώθηκαν από τη συγκίνησή μου. Κάποτε σας έδωσα τα μέτρα μου – μα η στολή που μου ετοιμάσατε θα απομείνει αδειανή.

***

Εδώ και μερικά χρόνια η ελληνική πολιτεία αναγνώρισε (με ολέθρια καθυστέρηση, όπως συνήθως) το δικαίωμα στην άρνηση της στράτευσης για λόγους συνείδησης – και αυτή είναι ένα σαφές βήμα προς τη δημοκρατία, παρόλο τον προφανώς τιμωρητικό χαρακτήρα του διπλάσιου χρόνου της εναλλακτικής θητείας. Ωστόσο, μέχρι σήμερα, η ίδια πολιτεία δεν αναγνωρίζει αντίστοιχα στον «έφεδρο στρατιώτη» το δικαίωμα μεταβολής των συνειδησιακών όρων με τους οποίους κάποτε στο παρελθόν στρατεύτηκε. Αυτό είναι ένας παιδαριώδης νομικός παραλογισμός – προφανής και σε έναν πρωτοετή της Νομικής: ολόκληρος ο νομικός πολιτισμός της Δύσης στηρίζεται στη διαρκή δυνατότητα του ανθρώπου να αλλάζει τη συνείδησή του σε επίπεδο πολιτικό, συναισθηματικό, σεξουαλικό, ηθικό, μεταφυσικό και κάθε άλλο – γι’ αυτό έχουμε, για παράδειγμα, εκλογές, διαζύγια ή τη δυνατότητα αλλαγής φύλου. Ελπίζω, με απαρχή την περίπτωσή μου, να κατανοηθεί το αυτονόητο που υποστηρίζω και να μου υποδειχτεί μια αντίστοιχη εναλλακτική κοινωνική εφεδρική «επίσκεψη» που δεν είναι στοχοπροσηλωμένη στο αφανισμό του άλλου – και δι’ αυτού στον αφανισμού του κάθε εαυτού.

Αν, ωστόσο, δεν υπερισχύσει η αυτονόητη νομική και ηθική λογική, αλλά ο διανοητικός κανιβαλισμός ο οποίος έτσι κι αλλιώς βρίσκεται στη βάση κάθε θεσμού θανάτου, η ελληνική πολιτεία θα βρεθεί στο μονόδρομο να μου ασκήσει ποινική δίωξη για «ανυποταξία». Με μεγάλη χαρά θα αποδεχτώ τούτη τη δίωξη. Θα είναι για μένα η απρόσμενη ευκαιρία να προσθέσω έναν ελάχιστο κόκκο άμμου στο δρόμο που ξεκινάει από τον homo sapiens και πιθανώς να φτάνει ώς τον homo humanis (για να θυμηθώ τον Άρη Αλεξάνδρου). Κάποιος μπορεί να ρωτήσει: «Αξίζει για ένα σκάρτο τρίωρο μιας επίσκεψης, από την οποία εντέλει μπορείς να διαφύγεις προσποιούμενος μια απλή γρίπη ή μια σχολική γιορτή των παιδιών σου, να βρεθείς κατηγορούμενος στο πενταμελές στρατοδικείο;» Απαντάω: ναι, αξίζει – θα άξιζε ακόμη και για ένα δευτερόλεπτο, γιατί το κάθε δευτερόλεπτο είναι (ή μπορεί να είναι, αν το επιλέξουμε) ο ανεπανάληπτος χρόνος που μεσολαβεί από την στιγμή που αποφράζεται ο ομφάλιος λώρος μέχρι το πρώτο κλάμα του μωρού. Θα είμαι παρών σε οποιοδήποτε δικαστήριο (ή όπου αλλού) για να υπερασπιστώ ετούτο το δευτερόλεπτο, ετούτα τα δευτερόλεπτά μας – εντέλει ό,τι κατανοώ ως δημοκρατία, ως θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα που απορρέουν άμεσα από την ίδια τη ζωή μας. Σας το δήλωσα και την αρχή αυτής της επιστολής: δεν μπορώ να φανταστώ μεγαλύτερη τιμή από τούτη την παρουσία, ούτε σημαντικότερη πολιτική παρακαταθήκη για τα παιδιά μου .

[…]

Αα και βου και θου και ου – να ανησυχείτε,

ω, να ανησυχείτε, λοχαγοί και στρατιώτες,

παπάδες, θεολόγοι, ψυχολόγοι και ποιητές,

ποτέ δεν θα σας υπακούσω,

ποτέ δεν θα υπακούσω στους Παντοκράτορές σας,

είμαστε άνθρωποι και θα γεννάμε ανθρώπους,

είμαστε τέρατα και θα γεννάμε τέρατα,

είμαστε σάρκα και θα γεννάμε σάρκα,

είμαστε άνεμος και θα γεννάμε άνεμο·

έστω – είμαστε φόβος και θα γεννούμε φόβο,

μα διαλέξαμε να πεθαίνουμε,

να μείνουμε μάταιοι και αμαρτωλοί,

να μείνουμε αμαρτωλοί μέχρι το τέλος.

(Θανάσης Τριαρίδης, τα μελένια λεμόνια, Κεφάλαιο 29, γ, – 2005)

Τέλος, ως επιλογική υποσημείωση ζωτικά αναγκαία για μένα, μια αναφορά προς όλους όσους συνδέσανε τη ζωή τους με το θεσμό του στρατού – έναν θεσμό που, σύμφωνα με τη λογική μου, υπηρετεί το θάνατο και το φόνο. Αντιστρατεύομαι με όλες μου τις δυνάμεις το θεσμό στον οποίο υπάγεστε – μα εσάς, ως ανεπανάληπτες ανθρώπινες οντότητες, σας θεωρώ μέρους του κόσμου που ονειρεύομαι. Μη με λογαριάζεται για εχθρό σας. Εδώ και χρόνια αρνούμαι να έχω εχθρούς – έχω μονάχα συν-ανθρώπους με συν-τρεμάμενα σώματα: με αυτούς (και με αυτά) γυρεύω να μοιραστώ τη μεγάλη ανθρώπινη ουτοπία ή το παμπάλαιο αίνιγμα που εδώ και αιώνες ονομάζουμε, μάλλον αμήχανα, αγάπη. Με άλλα λόγια, παλεύω να σας αγαπήσω και εσάς όμοια κάθε άλλο άνθρωπο με τον οποίο μοιράζομαι τον αέρα που αναπνέω και το δειλινό που αντικρίζω – κι ακριβώς επειδή παλεύω να σας αγαπήσω, δεν θα ξαναχαιρετήσω ποτέ τον τρόμο σας.

Θεσσαλονίκη, 10 Αυγούστου 2009

Θανάσης Τριαρίδης


πηγή: https://antirrisies.gr/node/732