Κατηγορίες
δήλωση Άρνησης Στράτευσης ελλάδα Σ.Α.Σ.

Παναγιώτης Σιαβελής

Προς το στρατολογικό γραφείο Τρίπολης, σαν απάντηση στο κάλεσμά σας να ενταχθώ στις ένοπλες δυνάμεις του ελληνικού στρατού.

Για λόγους συνείδησης, τους σημαντικότερους από τους οποίους προσπάθησα να χωρέσω στην συνέχεια της αυτής επιστολής, αρνούμαι να ανταποκριθώ θετικά, αρνούμαι τη στράτευση.

Αν έπρεπε να διαλέξω μια μόνο λέξη για να σας εξηγήσω τους λόγους συνείδησης που μου υπαγορεύουν τη συγκεκριμένη πράξη, τους λόγους συνείδησης που γενικότερα ορίζουν το πλαίσιο, τους άξονες και τη φορά των σκέψεων και των έργων μου, αυτή θα ήταν η λέξη ανθρωπισμός. Όπως εγώ χρησιμοποιώ τον όρο (με την ελπίδα κάποτε να φτάσει να σημαίνει το ίδιο και για όσους τώρα τον διασύρουν ή τον σνομπάρουν), ανθρωπισμός είναι ο τρόπος όρασης/βίωσης του κόσμου μέσα στον οποίο το υποκείμενο αυτοπροσδιορίζεται και ενεργεί ως ισότιμο, υπεύθυνο και ενεργό μέλος της ανθρώπινης κοινότητας (πρώτα από και όχι -τουλάχιστον όχι κατ’ ανάγκη- σε αντίθεση με τις άλλες, πχ Ελληνική, Αρκαδική, Μαοϊκή, Χριστιανική, λέσχη Μπίλντερμπεργκ κλπ), είναι η πεποίθηση ότι μόνο αν αναγνωρίσουμε την κοινή και τόσο ξεχωριστή ανθρώπινη φύση μας, αν αναγνωρίσουμε τον ρεαλιστικά φρονιμότερο δρόμο των κοινών (και όχι θανάσιμα εχθρικών) συμφερόντων όλων των ανθρώπων και των λαών του πλανήτη, αν εργαστούμε προς την εκπλήρωση κοινών στόχων, με γνώση των δυσκολιών που πάντα προκύπτουν από την (αναγκαία και επιθυμητή) ανάδυση διαφορετικοτήτων και επιμέρους συμφερόντων (αλλά έχοντας τον διάλογο και τις δημοκρατικές αξίες ως τρόπο αντιμετώπισης – ίσως και ξεπεράσματος – των διαφορών), μόνο τότε μπορεί να απαλλαγούμε από αυτό που εγώ αποκαλώ απόλυτο παραλογισμό της εποχής μας, παραλογισμό που εκτείνεται στην ευρύτατη και με πολλά πεδία περιοχή που καλύπτει το “χώρο” ανάμεσα στον κόσμο που θα μπορούσαμε να είμαστε (μια κοινωνία που έχει ξεπεράσει την φύση ως κίνδυνο ή εχθρό, μια κοινωνία που μπορεί εύκολα να καλύψει τις υλικές ανάγκες όλων, μια κοινωνία ειρηνική, δημιουργική, διαρκώς στεκούμενη κριτικά πάνω από τον εαυτό της, την πορεία και τους στόχους της, μια κοινωνία ανοιχτή στο καινούργιο, ζωντανή, ενδιαφέρουσα, παιχνιδιάρικη, ανθρώπινη) και τον κόσμο που αυτή τη στιγμή -όλοι μαζί- συνθέτουμε, για τον οποίο όλοι μαζί είμαστε -αλλά δεν νιώθουμε- υπεύθυνοι (ένας κόσμος όπου το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων βιώνουν την υλική εξαθλίωση, πολέμους, εκμετάλλευση, καταπάτηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του -Δυτικού- ανθρώπου, τουλάχιστον αλλά κατά κύριο λόγο, και το υπόλοιπο κομμάτι του πληθυσμού -μιλώ για μέρη όπως η Ελλάδα- βυθίζεται αυτοβούλως σε μια κατάσταση βαλτώδους και δύσοσμης ψυχικής στειρότητας, όπου νεκρές και κενές νοήματος μανίες και λοιπές νευρώσεις -καταναλωτισμός, εθνικισμός, οπαδισμός, μπουζουκισμός, κκεδισμός, κλπ- καλούνται να γλιτώσουν (με κάθε κόστος και με κανένα αποτέλεσμα) τα άνευρα, μαλθακά στη σκέψη, χυμένα στους καναπέδες της τηλεόρασης σύγχρονα ανθρώπινα όντα από την ανυπόφορη ματαιότητα της, στείρας δημιουργικότητας, ύπαρξής τους).

Κάθε απόπειρα, λοιπόν, να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που είμαστε και σε αυτό που (εγώ λέω ότι) θα μπορούσαμε να είμαστε, την ονομάζω επαναστατική. Κάθε θεσμό ή άλλου είδους κοινωνική συνιστώσα που τείνει να παγιώσει ή να εντείνει αυτήν την αθλιότητα την καλώ συντηρητική. Και θεωρώ πως οι εθνικοί στρατοί, δολοφονικές ενσαρκώσεις των ιδεών της βίας και του εθνικισμού, είναι από τους πλέον συντηρητικούς θεσμούς, εστίες ανατροφοδότησης καταστροφικού, αχρείαστου και ανεπιθύμητου μίσους. Ως τέτοιον καταλαβαίνω και τον ελληνικό στρατό. Και ως άνθρωπος που αναγνωρίζει τις ευθύνες του απέναντι στον εαυτό του και την κοινωνία του, ως άνθρωπος που ξέρει πως δεν είναι απλά θεατής, αλλά (θέλοντας και μη, με τη δράση ή την αδράνειά του) ενεργή συνιστώσα, δύναμη που διαμορφώνει τον αυριανό αλλά και τον εδώ-και-τώρα κόσμο, αρνούμαι να υποστηρίξω, δια της προσωπικής συμμετοχής, τέτοιους θεσμούς. Για την ακρίβεια δεν αρκούμαι σε αυτό το ελάχιστο: αρνούμαι να κάτσω άπραγος μπροστά στο διαρκές έγκλημα της ύπαρξής τους, αρνούμαι να μην σπαταλήσω δυνάμεις για να αποδυναμωθεί το κυρίαρχο εθνικιστικό φαντασιακό, αυτή η αντιπαθητική- δυστυχώς πλειοψηφική- οπτική του κόσμου ως αρένα, που είναι η ιδεολογική-ψυχολογική βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η ύπαρξη του εθνικού στρατού, ο οποίος όμως-για να μην ξεχνιόμαστε στον κόσμο των ιδεών- απλώνει την παρουσία του πολύ πέρα από τη σφαίρα των ιδεών, στη σφαίρα της υλικής πραγματικότητας, όπου υλικοί άνθρωποι, με υλικά όπλα, πατάνε κάθε μέρα υλικές σκανδάλες, των ίδιων υλικών όπλων, από τις οποίες φεύγουν με μεγάλη ταχύτητα υλικότατες σφαίρες, που συναντάνε υλικότατους, ζεστούς ανθρώπους, διαπερνάνε την υλική καρδιά τους, το υλικό κρανίο, στομάχι ή οτιδήποτε άλλο θέλετε, με άμεση συνέπεια αυτής της στιγμιαίας συνάντησης την βίαιη, οριστική και αμετάκλητη διακοπή της ζωής.

Αν για σας τέτοιες εικόνες είναι απλά “αναγκαίο κακό, κομμάτι του πολέμου που πάντα θα γίνεται”, εγώ λέω ότι είναι ανατριχιαστικές δολοφονίες, ότι καμία ανάγκη δε βλέπω σε αυτές και ότι πόλεμος γίνεται μόνο και μόνο επειδή εμείς το επιλέγουμε.

Αλλά ακόμα και χωρίς αυτήν την φυσιολογική και σχεδόν αναπόφευκτη κορύφωση των μιλιταριστικών μηχανισμών, ακόμα κι αν ποτέ κανένας δεν πέθαινε από σφαίρα εχθρού στη μάχη, ανωτέρου στην πλάτη ή δικιά του στον κρόταφο, ακόμα κι έτσι, η ύπαρξη και η εσωτερική λειτουργία των εθνικών στρατών είναι αρκετή για να καταστρέψει τις όποιες πιθανότητες ομαλής και ειρηνικής συμβίωσης μεταξύ λαών και μεταξύ ανθρώπων τις ίδιας χώρας, δηλητηριάζοντας οποιαδήποτε διακρατική σχέση με την εισαγωγή σε αυτήν όρων βίας και ισχύος (υποβαθμίζοντας ή ολοκληρωτικά ακυρώνοντας τον διάλογο, αυξάνοντας την απόσταση, ωθώντας τους μεν και τους δε σε επικίνδυνη εσωτερική αναδίπλωση) και κάνοντας ακριβώς το ίδιο στις σχέσεις μεταξύ “ομοεθνών” που συμμετέχουν στην εσωτερική λειτουργία των εθνικών στρατών, απογυμνώνοντάς τους από κάθετι προσωπικό, με το οποίο θα είχαν την ευκαιρία (κάτι που για κάποιους θα εξελισσόταν σε δυσβάσταχτη ανεπάρκεια) να εκθέσουν και να δοκιμάσουν τους εαυτούς τους σε αυτορυθμιζόμενες από τα υποκείμενα σχέσεις, τοποθετώντας τους αντί αυτού σε προκαθορισμένες και ιεραρχημένες θέσεις, οι οποίες ορίζουν επακριβώς και την ποιότητα των σχέσεων με τους άλλους, πάλι κι εδώ με όρους βίας και ισχύος (παλιός-νέος, ανώτερος-κατώτερος, βυσματούχος- μη-βυσματούχος), πάλι κι εδώ ακυρώνοντας το διάλογο, ακυρώνοντας τον άνθρωπο ως ισότιμο συνομιλητή, ακυρώνοντας τον άνθρωπο.

Επειδή, λοιπόν, σέβομαι τον άνθρωπο, επειδή μου αρέσει να τον βλέπω δημιουργικό, ζωντανό, υπεύθυνο και ικανό να πάρει αποφάσεις ατομικές και συλλογικές, επειδή δε μου αρέσει να βλέπω και να βλέπω να παράγονται ανεύθυνα φερέφωνα μίσους και βίας αλλά ολοκληρωμένοι, πολύπλευροι, ικανοί και πρόθυμοι για υγιή συμβίωση άνθρωποι, επειδή αρνούμαι την βία, τα όπλα και την τερατωδία του πολέμου ως ανάγκες και ως επιθυμητά μέσα, αρνούμαι την στράτευση.


“το τερατώδες δεν χρειάζεται τέρατα για να διαπραχθεί, αρκούν για αυτό οι κανονικοί άνθρωποι, οι τίμιοι, μορφωμένοι, προκομμένοι ευσυνείδητοι επαγγελματίες, καλοί σύζυγοι, στοργικοί πατέρες” (Hannah Arendt)

Σιαβελής Παναγιώτης,
Ιανουάριος 2010, Τρίπολη


πηγή: https://www.antirrisies.gr