Κατηγορίες
βιβλίο ελλάδα τύπος

«Kill Kill Kill»

ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

«Χτυπήσαμε μια διαδήλωση κάπου στα προάστια της Βαγδάτης. Οι διαδηλωτές ήταν νέοι, οι περισσότεροι και άοπλοι, που κρατούσαν πανό ενάντια στις δυνάμεις κατοχής, γραμμένα στα αγγλικά και στα αραβικά. Κάπου στο βάθος, μακριά από τη συγκέντρωση, φάνηκε μια ομάδα ανθρώπων που κρατούσε όπλα, εκτοξευτές ρουκετών. Τότε ο διοικητής μάς διέταξε να ανοίξουμε πυρ στο πλήθος των διαδηλωτών».

Κάπως έτσι περιγράφει ο πρώην επιλοχίας Τζίμι Μάσεϊ τις θηριωδίες του αμερικανικού στρατού στο Ιράκ. Στο βιβλίο «Kill Kill Kill» (Εκδόσεις Παπαζήση – μετάφραση Τίνα Πλυτά) που συνέγραψε με τη βοήθεια της Γαλλίδας δημοσιογράφου Νατάσα Σολνιέ, διηγείται μια σειρά από δολοφονίες αμάχων, των οποίων υπήρξε αυτόπτης μαρτυρας. Ο τριανταδυάχρονος Μάσεϊ αποστρατεύτηκε το 2003 με κατάθλιψη και μετατραυματική διαταραχή άγχους. Ο ίδιος πάντως δηλώνει ότι είναι αντιρρησίας συνείδησης.

Το ίδιο το βιβλίο δεν διεκδικεί λογοτεχνικές αξιώσεις. Αλλά αποτελεί μια εκ των έσω μαρτυρία για τη μετατροπή ενός ανθρώπου σε φονιά αμάχων. Γιατί ο Μάσεϊ πέρασε δώδεκα χρόνια στους πεζοναύτες, ήταν στρατολόγος και εκπαιδευτής στα στρατόπεδα και πολλοί φαντάροι που τους είδε να πυροβολούν κεφάλια παιδιών είναι δικά του δημιουργήματα. Η μαρτυρία του προκάλεσε πολλές συζητήσεις, ο ίδιος έδωσε δεκάδες συνεντεύξεις, έγινε η σημαία του αντιπολεμικού κινήματος και μάρτυρας υπεράσπισης των λιποτακτών που φεύγουν στον Καναδά. «Σκοτώσαμε αθώους επειδή μας διέταξαν», λέει παντού ο ίδιος, «ο πραγματικός πόλεμος ξεκίνησε μετά την κατάληψη του Ιράκ».

Ο Μάσεϊ έχει στιγματιστεί ως προδότης από τους πρώην συναδέλφους του. Και το θεωρεί απόλυτα λογικό. «Ο αμερικανικός στρατός λειτουργεί σαν τη Μαφία» λέει, «σε προστατεύουν όσο βρίσκεσαι δίπλα τους σαν να είσαι σε ένα απόλυτα προστατευμένο περιβάλλον. Αλλά μόλις φύγεις κάνουν ό,τι μπορούν για να μην αποκαλύψεις τα μυστικά τους». Ετσι όταν δήλωσε αντιρρησίας συνείδησης στο συγκεκριμένο πόλεμο, οι ανώτεροί του του πρότειναν να αποσυρθεί σε κάποιο γραφείο στα μετόπισθεν ώσπου να λήξει η θητεία του. Αρνήθηκε και εγκατέλειψε το στρατό. Τώρα έχει συνδεθεί με το κίνημα ενάντια στον πόλεμο στις ΗΠΑ και δίνει διαλέξεις στα πανεπιστήμια όπου εξηγεί το ρόλο των πεζοναυτών στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.

Παρά τις περιγραφές του βιβλίου του, οι πεζοναύτες για τον Μάσεϊ έχουν τη λιγότερη ευθύνη σε αυτόν τον πόλεμο. Είναι απλώς το αναλώσιμο υλικό, το κρέας για τα κανόνια που εξυπηρετεί τα σχέδια του Μπους. «Οι περισσότεροι πεζοναύτες είναι από τα γκέτο των μεγαλουπόλεων ή τις φτωχές επαρχίες των ΗΠΑ και επιδιώκουν να ξεφύγουν από την ένδεια», εξηγεί ο Μάσεϊ. «Πολλοί από αυτούς κατατάσσονται μόνο και μόνο για την ιατρική περίθαλψη. Και ύστερα τους φουσκώνουν τα μυαλά με μιλιταριστικές ανοησίες, τους μετατρέπουν σε πολεμικές μηχανές και τους στέλνουν στην πρώτη γραμμή του μετώπου χωρίς αυτοί να ξέρουν ούτε ποιους πολεμούν ούτε για ποιο σκοπό».

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 04/10/2006

https://www.enet.gr/online…

—————————————————————————————————————-

ΠΟΣΟΥΣ ΕΚΔΟΤΕΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΙ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ;
Tης ΜΑΡΙΛΙΑΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

O Aμερικανός Tζιμ Mάσεϊ είναι 34 ετών και πρώην λοχίας στο Ιράκ. Tο βιβλίο του, με τίτλο «Kill! Kill! Kill!», κυκλοφορεί από τις γαλλικές εκδόσεις Panama. Aποσπάσματά του, που παραθέτουμε στα ελληνικά, δημοσιεύονται στο τρέχον τεύχος του γαλλικού περιοδικού Le Nouvel Observateur. Στις ΗΠΑ κανένας εκδοτικός οίκος δεν δέχτηκε μέχρι στιγμής να εκδώσει αυτό το βιβλίο.

«Αυτό είναι η ειρηνευτική διαδικασία; “Δυσκολεύομαι να την αποδεχτώ, να τη συνηθίσω”, είπα με τρεμάμενη φωνή. “Φίλε μου, αν συνεχίσεις τις παλινωδίες, θα σε δικάσουν ως εγκληματία πολέμου”.

Είχαμε φτάσει στο στρατόπεδο Αλ Ρασίντ. Ηταν μια μέρα συννεφιασμένη, θαμπή, ο ουρανός ήταν βαρύς. Oταν σταματήσαμε, είδα 10 Ιρακινούς, σε απόσταση 150 μέτρων. Ηταν νέοι, λιγότερο από 40 ετών, ήταν καθαροί και ντυμένοι με παραδοσιακά λευκά ρούχα. Hταν συγκεντρωμένοι στον δρόμο, κρατούσαν σημαίες και φώναζαν συνθήματα κατά των Αμερικανών. Ακουσα μια σφαίρα να περνά πάνω από τα κεφάλια μας, από τα δεξιά προς τα αριστερά. Ετρεξα στο μέσον του δρόμου για να δω τι συνέβαινε. Μόλις έφτασα στον στρατιώτη Σουτς και οι άντρες μου άρχισαν να ρίχνουν στους διαδηλωτές. Μέσα σε τρία δευτερόλεπτα έφερα το όπλο στον ώμο μου. Στόχευσα προς την κατεύθυνσή τους, πήρα μια βαθιά αναπνοή, άνοιξα το δεξί μου μάτι και πυροβόλησα. Οι σφαίρες μου βρήκαν έναν διαδηλωτή στο στέρνο. Οι πεζοναύτες μου ούρλιαζαν “Ελάτε δειλοί! Θέλετε να πολεμήσετε;”.

Σύντομα βρήκα έναν καινούργιο στόχο, έναν διαδηλωτή που είχε πέσει στα τέσσερα και προσπαθούσε να ξεφύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Γρήγορα στόχευσα στο κεφάλι του, πήρα άλλη μια βαθιά αναπνοή και πυροβόλησα ξανά. Μπαμ! Στο κεφάλι! Και ύστερα άλλη μια σφαίρα, και μετά ακόμη μία σε ένα άλλο κεφάλι. Συνέχισα μέχρι που κανείς από τους διαδηλωτές δεν κουνιόταν πια. Κανείς δεν είχε πυροβολήσει εναντίον μου. Πρέπει να πυροβόλησα δέκα φορές περίπου. Η όλη ιστορία δεν διάρκεσε πάνω από δυόμισι λεπτά».

«Ηξερα επίσης ότι σε μερικούς από τους διαδηλωτές είχαμε ρίξει πισώπλατα. Μερικοί από αυτούς ακόμη ψυχορραγούσαν, τα λευκά τους ρούχα είχαν βαφτεί κόκκινα. Η σφαίρα 5,56 χιλιοστών του αυτόματου TOMATOYΣ όπλου Μ-16 είναι κακιά σφαίρα: δεν σκοτώνει αμέσως. Για παράδειγμα μπορεί να βρει κάποιον στο στέρνο και ύστερα να βγει από το γόνατό του, διαλύοντας στην πορεία όλα τα όργανα στο σώμα του. Οι άνδρες μου αλάλαζαν. Ο Τέιλορ και ο Γκόμοντ φώναζαν “Δεν ξέρουν να πολεμάνε. Ελάτε να πολεμήσετε, δειλοί”. Χτυπούσαν ο ένας τον άλλον στον ώμο και έλεγαν “σπουδαία δουλειά”, αλλά ήταν δυσαρεστημένοι που μερικοί από τους διαδηλωτές είχαν κατορθώσει να ξεφύγουν. Ηθελα να συνεχίσω να πυροβολώ, έλεγα μέσα μου ότι πρέπει να υπάρχουν και άλλοι. Hταν σα να είχα δοκιμάσει την πρώτη κουταλιά από το αγαπημένο μου παγωτό. Ηθελα να φάω κι άλλο… Αυτοί οι διαδηλωτές ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που σκότωνα. Το γεγονός με είχε εντυπωσιάσει. Η αδρεναλίνη μου είχε ανεβεί. Ο φόβος γίνεται τρομερό κίνητρο. Επιδρά πάνω σου όπως το καλύτερο ναρκωτικό. Ηταν σαν όλοι οι άνθρωποι που είχα μισήσει στη ζωή μου, όλος ο θυμός που μου είχαν προκαλέσει, να είχε συμπυκνωθεί σε αυτούς που σκότωνα. Είχα την εντύπωση ότι κατάπινα τη ζωή σαν κανίβαλος. Ενιωθα δυνατός και όλα ήταν πλέον ξεκάθαρα. Oμως έπειτα από μερικές ώρες, ξαναβρέθηκα σε σκοτεινά νερά, κολυμπούσα στη λάσπη και ο μόνος τρόπος να ξαναβρώ αυτό το αίσθημα ανάτασης ήταν να σκοτώσω ξανά».

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ