Κατηγορίες
ελλάδα παρελάσεις τύπος

Στην Παρέλαση

Αρχισα, αργά αργά, να ντύνομαι. Στην κρεμάστρα η καινούρια μου φορεσιά. Κατακόκκινη γραβάτα, άσπρο πουκάμισο και μπλε κοστούμι. Προπαντός μπλε κοστούμι. Είναι το χρώμα της επισημότητας και του κοινοβουλευτικού μεγαλείου. Η αδιαμφισβήτητη στολή των επωνύμων. Ιδιαίτερα η κόκκινη γραβάτα που συμβολίζει την «αριστερή» καταγωγή. Το θείο που είχε περάσει από τη Μακρόνησο, τον παππού που είχε φάει ξύλο στην Ασφάλεια. Κι όλα αυτά «δήθεν». Αλάνθαστη συνταγή, για να καλύψει κανείς τη συντηρητική συμπεριφορά του. Να δώσει άλλο νόημα στους υπολανθάνοντες φασιστικούς του ακροβατισμούς. Και έξω στα μπαλκόνια η κυανόλευκη να κυματίζει, τα ραδιόφωνα να εκπέμπουν εθνικά άσματα: «Δε θα την πάρουνε ποτέ τη γη των Μακεδόνων…». «Περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός…» και τα παλιά χρόνια «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει, πατέρα;..». Κάποτε έβγαινε και η μπάντα του δήμου για να παιανίσει τον «εωθινόν», όπως έλεγε η καθαρεύουσα, που άρχισε κι αυτή να σκάει μύτη σε έγγραφα και σε κυβερνητικούς φακέλους.

Τώρα όμως πού μπάντα. Οι καποδιστριακοί δήμοι μόλις και μετά βίας θα μπορούσαν να συντηρήσουν ένα παραδοσιακό τύμπανο «επί συμβάσει», για να ξυπνάει τους ανυποψίαστους δημοτικούς άρχοντες από το βαθύ αυτοδιοικητικό τους ύπνο. Επρεπε να βιαστώ, όμως. Η πρόσκληση ήτανε σαφής: Η παρέλαση θα άρχιζε στις 11 ακριβώς ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας. Στην αρχή οι ανάπηροι των πολέμων (πόσοι πόλεμοι, σύντροφέ μου, τους μέτρησε ποτέ;), με τις αδελφές νοσοκόμους στο πληγωμένο πλευρό τους, και ο κόσμος από τα πεζοδρόμια να χειροκροτεί. Τι να χειροκροτεί, στ’ αλήθεια, το σκέφτηκε ποτέ; Τα κομμένα πόδια των αναπήρων ή τα προτεταμένα στήθη των αδελφών νοσοκόμων. Υστερα οι μακεδονομάχοι, εκατό δύο χρονών ο μικρότερος, με τις σημαίες του μακεδονικού αγώνα, και τώρα τελευταία οι απόγονοι των μακεδονομάχων, για να μας θυμίζουν τους προγόνους, τον Παύλο Μελά, παραδείγματος χάριν, τον Λεωνίδα μαζί με τους τριακοσίους, τον ηρωικό Κυναίγειρο, το τρόπαιο του Μιλτιάδη, που δεν άφηνε τον Θεμιστοκλή να κοιμηθεί ήσυχος! Και μετά, ο στρατός. «Στρατός, φτερά και ναυτικό», που λέει και το εθνικό άσμα. Ξιφολόγχες προτεταμένες, στολές παραλλαγής, άνδρες των καταδρομών, ένδοξοι αεροπόροι, ναύτες και λιμενικοί, πυροσβέστες, αστυνόμοι, και πιο πίσω τα άρματα. Αχ, αυτά τα άρματα. Να βγαίνουν και από μέσα τα περήφανα κεφάλια των μαυροσκούφηδων, για να χαιρετίσουν τον Πρόεδρο και να κατατρομάξουν με τα άγρια μάτια τους τον εχθρό που καραδοκεί έτοιμος να μας κατασπαράξει. «Ιτε παίδες Ελλήνων» κραυγάζει ο εκφωνητής, περήφανος κι αυτός και αγριεμένος, όπως τότε με το γκολ του Χαριστέα, μαζί με όλη την Ελλάδα απλωμένη στα κράσπεδα του Λευκού Πύργου.

Ξαναήρθε, όμως, στο μυαλό μου η πρόσκληση, η κόκκινη γραβάτα και το μπλε κοστούμι. Κι έτσι που θυμήθηκα τον εκφωνητή να περιγράφει τα περήφανα νιάτα, τα όπλα και τα ατρόμητα στήθη, τις ερπύστριες των τανκς, να σκεπάζει τους ήχους της μπάντας, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να χαιρετάει συγκινημένος. Και το κοινό από τα πεζοδρόμια να παραληρεί για τα κομμένα πόδια των αναπήρων ή τα προτεταμένα στήθη των αδελφών νοσοκόμων, δεν είμαι σίγουρος. Το μπλε κοστούμι, έτσι που ήτανε κρεμασμένο από την ακριβή ξύλινη κρεμάστρα μού φάνηκε σαν το άψυχο κουφάρι του «χαμένου ανθυπολοχαγού» της Αλβανίας. Μου φάνηκε σαν τα άψυχα κουφάρια ξαπλωμένα πάνω στα βομβαρδισμένα γεφύρια του Δούναβη, τα νεκρά παιδιά του Ιράκ, τους αμούστακους πολεμιστές της Παλαιστίνης. Σταμάτησα. Εβγαλα την κόκκινη γραβάτα και φώναξα. Δε θα πάνω ποτέ στην παρέλαση. Με καμιά δύναμη δε στέκομαι εγώ προσοχή μπροστά στα κανόνια τους!

Του
Γιώργου ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Κυριακή 30 Οχτώβρη 2005

Σελίδα 4
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ