Κατηγορίες
άρθρο ελλάδα φίλοι/ες

«Εργαζόμενοι» σε οργανώσεις κρατικής τρομοκρατίας

Η στρατιωτικοποίηση των πόλεων σε καιρό ειρήνης και η ατιμωρησία των οργάνων της Τάξης κατονομάστηκαν ξανά και ξανά –και απολύτως δίκαια- ως οι κύριες αιτίες για το «μεμονωμένο περιστατικό» που στοίχισε τη ζωή του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Το «μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι», σύνθημα που από την Μεταπολίτευση συμπυκνώνει την οργή για τις δολοφονίες και τα «ατυχήματα» τόσων και τόσων αγωνιστών (από τον Πέτρουλα το ’65 και τους δολοφονημένους απ’ τη Χούντα, μέχρι τον Παναγούλη, τον Ισιδωρόπουλο, τον Κουμή και την Κανελλοπούλου μετά το ‘74), έγινε τις μέρες του Δεκέμβρη το σύνθημα όπου αναγνωρίστηκαν εξεγερμένοι ανεξαρτήτως ηλικίας ή πολιτικής ένταξης: η άμεση διάλυση των ΜΑΤ, των ΕΚΑΜ και των «Ειδικών Φρουρών» ήταν, μαζί με τον αφοπλισμό της Αστυνομίας, η πιο εμφατική απαίτησή τους. Η ίδια διαχρονική απαίτηση συμπεριλήφθηκε στο σώμα των 15 σημείων-προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, που δημοσιοποιήθηκαν τον περασμένο Δεκέμβριο.

Ο στρατός της Δημοκρατίας

H στρατιωτικοποίηση των πόλεων δεν είναι, βέβαια, καινούριο φαινόμενο. Οι πιο παλιοί έχουν να θυμούνται τις φονικές «αύρες», τα μικρά τανκ που στα πρώτα χρόνια της μεταπολιτευτικής «δημοκρατικής ομαλότητας» έριχναν οδοφράγματα και επιστρατεύονταν εναντίον διαδηλωτών για να τους διαλύσουν, όταν οι συμβατικές αστυνομικές δυνάμεις δεν επαρκούσαν γι’ αυτό.
Τέτοια μέσα μοιάζουν σήμερα περιττά1, χάρη στην εκτεταμένη χρήση χημικών2 και, γενικότερα, τη στρατιωτικού τύπου δράση των ΜΑΤ και των ειδικών αστυνομικών σωμάτων που έχουν προστεθεί δίπλα τους. Έτσι, όσο εκλεπτυσμένη κι αν έχει γίνει η επιβολή της εξουσίας μέσω ιδεολογικών μηχανισμών (κυρίως ΜΜΕ) και παρά τις όποιες διαφορές στις «εφαρμογές» της καταστολής, το πολεμικό πνεύμα που χαρακτηρίζει την οργάνωση της κρατικής βίας πάνω στα σώματα, παραμένει αναλλοίωτο. Αντί μάλιστα η βία να περιορίζεται, στις μέρες μας κυκλοφορούν διάφορα ανατριχιαστικά σενάρια αναβάθμισης αυτής της βίας, όπως η χρήση όπλων ηλεκτροσόκ Taser που διαθέτει η Ελληνική Αστυνομία, η χρήση ειδικών σκύλων, η ρίψη πλαστικών σφαιρών ή και η ίδια η επανενεργοποίηση του στρατού (υπάρχει άλλωστε η πρόσφατη σχετική εμπειρία από Γαλλία και Ιταλία).

ΜΑΤ και δέος

Με δεδομένα τα παραπάνω, το αρκτικόλεξο ΜΑΤ (Μονάδες Αποκατάστασης Τάξης) έχει κατακτήσει μια μόνιμη θέση στο δημόσιο λόγο: η όλο και πιο συστηματική παρουσία τους στην καθημερινότητά μας (διαδηλώσεις, κεντρικοί δρόμοι, δημόσια κτίρια, πάρκα, πλατείες, γήπεδα) τείνει να τα καταστήσει βασικό πυλώνα του πολιτεύματος, κάτι που παλιότερα θα ήταν μάλλον δυσκολότερο, λόγω της στρατιωτικής δομής, εκπαίδευσης και εξοπλισμού τους, που παρέπεμπαν στη δικτατορία. Πρώτος ο χουντικός «πρωθυπουργός» Σπύρος Μαρκεζίνης διαπίστωσε την ανεπάρκεια των συμβατικών αστυνομικών σωμάτων, την ανάγκη να αντικατασταθεί ο στρατός και να αναλάβουν δράση στο πεζοδρόμιο ειδικά σώματα. Η κυβέρνηση Καραμανλή ήταν αυτή που πέρασε από τη σκέψη στην πράξη, ενώ το ΠΑΣΟΚ διατήρησε και επαύξησε τις ειδικές μονάδες, μολονότι «ΜΑΤ και ΜΕΑ να διαλυθούν» ήταν και δική του απαίτηση, όπως και της Αριστεράς.

Στις αρχές του ’80 πάντως, δύσκολα θα έβλεπε κανείς τα ΜΑΤ στο Σύνταγμα, να φυλάνε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο ή στην Πατησίων, να εγγυώνται την καταστροφή πάρκου από συνεργεία του Δήμου. Εκτός από το αίσθημα μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας που για πολλά χρόνια συνέδεαν τα ειδικά σώματα με τη Χούντα, ο περιορισμός των ΜΑΤ στις απολύτως αναγκαίες εμφανίσεις προβλεπόταν και από τον ίδιο τον καθοδηγητή τους, τον υπαρχηγό της Αστυνομίας Πόλεων Ηλία Ψυχογιό, για λόγους που είχαν να κάνουν με τον …μύθο τους. «Διά να διατηρείται ο θρύλος περί των σπουδαίων δυνατοτήτων των ανδρών της Μ.Α.Τ.», διαβάζουμε σε εγχειρίδιο του Ψυχογιού, «δεν πρέπει να ευρίσκωνται εις άμεση επαφήν μετά του πλήθους, ουδέ εις κοινήν θέαν. Ορθότερον είναι να παραμένουν εντός των λεωφορείων τους»4.

Ειδική Δημοκρατία

Οι καιροί, οι ευαισθησίες και οι μύθοι αλλάζουν, τόσο ώστε το αποτρόπαια χαμογελαστό «δόγμα Μαρκογιαννάκη», οι προτροπές του Πολύδωρα (είστε «πραίτορες») ή παλιότερα του Μητσοτάκη («το κράτος είστε εσείς») να σπρώχνουν τα ΜΑΤ όλο και συχνότερα έξω απ’ τα λεωφορεία τους. Θα ήταν άδικο βέβαια να χρεώσουμε τη στρατιωτικοποίηση της Αστυνομίας εξολοκλήρου στη Δεξιά. Οι Ειδικοί Φρουροί συγκροτήθηκαν το 1999 επί ΠΑΣΟΚ, με μόνη προϋπόθεση οι άνδρες τους να έχουν υπηρετήσει στις Ειδικές Δυνάμεις. Όσο για την ατιμωρησία, αρκεί να θυμίσουμε το «χουντογλέντι» της Θεσσαλονίκης του 1993, όπου αξιωματικοί της Ειδικής Κατασταλτικής Αντιτρομοκρατικής Μονάδας (ΕΚΑΜ) γιόρτασαν τη συμπλήρωση 26 χρόνων από την επιβολή της δικταορίας, χορεύοντας τραγούδια που εξυμνούσαν τη Χούντα και βαπτίζοντας σε διπλανό ποτάμι Αλβανό μετανάστη για να τον εξευτελίσουν, όλα αυτά παρουσία του τότε διοικητή της ΕΚΑΜ Θεσσαλονίκης. Δεκατρείς αστυνομικοί τιμωρήθηκαν με αργίες και παύση και ένας με πρόστιμο, ωστόσο κανείς δεν αποτάχθηκε. Λίγα χρόνια αργότερα, οι κουκουλοφόροι ενός ακόμα νέου ειδικού σώματος, της Ομάδας Πρόληψης Καταστολής Εγκληματικότητας (ΟΠΚΕ), που ξυλοκοπούσαν στη Θεσσαλονίκη τον Αυγουστίνο Δημητρίου (βλ. υπόθεση «ζαρντινιέρα»), θα είχαν την ίδια ευγενική μεταχείριση. Πιθανή τιμωρία θα τους έριχνε το ηθικό.

«Εργαζόμενοι» ή τραμπούκοι με περικεφαλαία;

Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, τα ΜΑΤ, «εργαζόμενοι» στον τομέα των ξυλοδαρμών και των ψεκασμών εργαζομένων, όχι μόνο δε διαλύθηκαν, αλλά αυξήθηκαν, ενισχύθηκαν από νέα ειδικά σώματα (ΕΚΑΜ, ΥΜΕΤ, ΟΠΚΕ, Ειδικοί Φρουροί) και τα τελευταία χρόνια η ηγεσία τους τα θέλει παντού και ετοιμοπόλεμα. Ως αντάλλαγμα για τον όγκο «δουλειάς» που βγάζουν, συγκαλύπτει συστηματικά τις παρεκτροπές τους, με τις Ένορκες Διοικητικές Εξετάσεις να έχουν ήδη δημιουργήσει παράδοση στη συγκάλυψη. Ακόμα και κραυγαλέες υποθέσεις, όπως η σύμπραξη ΜΑΤ με νεοναζί σε καταστολή διαδήλωσης στις 2 Φλεβάρη του 2008, παραμένουν χωρίς ενόχους και χωρίς τιμωρία: μόνο οι «ανυποψίαστοι» αρμόδιοι επιμένουν πως δεν γνωρίζουν ότι τα ΜΑΤ αποτελούν εστία ακροδεξιών συμμοριών. Η διακοσμητική περικεφαλαία σε κλούβα στον Άγιο Παντελεήμονα άξιζε όσο χίλια υπομνήματα. Η Μεταπολίτευση πέρασε ξώφαλτσα από την Αστυνομία, αυτό όμως δεν φαίνεται να ανησυχεί ιδιαίτερα τη Δημοκρατία.

Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου